μάνγκο

μάνγκο
Κοινή ονομασία του φυτού Mangifera indica της οικογένειας των ανακαρδιιδών (δικοτυλήδονα). Πρόκειται για αειθαλές δέντρο, μετρίων έως μεγάλων διαστάσεων, με πυκνή κόμη. Τα φύλλα του είναι βαθυπράσινα, δερματώδη, λογχοειδή, λίγο καμπυλωτά και βρίσκονται σπειροειδώς διατεταγμένα κατά μήκος των κλαδίσκων. Τα άνθη είναι μικρά, κιτρινωπά, διαταγμένα κατά επάκρια φόβη. Οι καρποί του είναι σφαιρικοί ή ωοειδείς, ελαφρά πεπλατυσμένοι και μπορεί να ζυγίζουν έως 500 γρ. Έχουν ινώδη, εύχυμη και γλυκόξινη σάρκα με ευχάριστη μυρωδιά, η οποία φέρει ένα συνήθως μεγάλο και πικρό σπέρμα με έναν πυρήνα. Ο πυρήνας είναι πλούσιος σε τανίνες και χρησιμοποιείται ως ζωοτροφή χοίρων και πουλερικών. Το μ. είναι ιθαγενές των τροπικών περιοχών της Ασίας, ωστόσο καλλιεργείται στις περισσότερες τροπικές περιοχές του κόσμου. Υπάρχουν περισσότερες από 500 ποικιλίες μ. παγκοσμίως. Οι καρποί του καταναλώνονται ώριμοι ή ως μαρμελάδα και κονσέρβα. Τα φύλλα του χρησιμοποιούνται στη φαρμακευτική. Στην παραδοσιακή ιατρική, ένα αφέψημα από τα φύλλα του ή τον φλοιό του βοηθάει κατά της υπέρτασης και προάγει την καλή κυκλοφορία του αίματος.
* * *
το
βοτ. κοινή ονομασία τού είδους Mangifera indica τού γένους μανγκιφόρος, καθώς και τού καρπού του.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Παρκ, Μάνγκο — (Park, Mungo, Φάουλσιλς, Σελκερκάιρ – 1771 ζώνη της Μπούσα, Νιγηρία 1805). Σκoτζέζος εξερευνητής. Σπούδασε ιατρική κι έκανε ένα εξερευνητικό ταξίδι στη νησιωτική Ινδία. Το 1795 πήγε στη δυτική Αφρική, επιφορτισμένος από την Αφρικανική Εταιρεία… …   Dictionary of Greek

  • Βενεζουέλα — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Στα Β βρέχεται από την Καραϊβική θάλασσα και από τον Ατλαντικό ωκεανό, Δ συνορεύει με την Κολομβία, Ν με τη Βραζιλία και Α με τη Γουιάνα.Η Β. έχει καλά καθορισμένα σύνορα. Μόνο τα σύνορα με τη Γουιάνα αμφισβητούνται από …   Dictionary of Greek

  • εξερευνήσεις, γεωγραφικές — Ταξίδια σε μακρινούς και άγνωστους τόπους, που από τα πανάρχαια χρόνια επιχειρούσε ο άνθρωπος για οικονομικούς, πολιτικούς, στρατιωτικούς και άλλους λόγους ή ακόμα –ιδιαίτερα κατά τους νεότερους χρόνους– για επιστημονική έρευνα. Το εμπορικό όμως… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

  • Μαδαγασκάρη — Νησιωτικό κράτος του Ινδικού ωκεανού που χωρίζεται από τη νοτιοανατολική ακτή της Αφρικής με τον πορθμό της Μοζαμβίκης.H M. αποτελείται από το ομώνυμο νησί –που είναι το τέταρτο μεγαλύτερο νησί του κόσμου μετά τη Γροιλανδία, τη Nέα Γουινέα και τη …   Dictionary of Greek

  • Ναούρου — Νησιωτικό κράτος της Ωκεανίας, στον νότιο Ειρηνικό, νότια των Νήσων Μάρσαλ, δυτικά των νησιών Γκίλμπερτ (Kιριμπάτι), στη γραμμή σχεδόν του Ισημερινού.Η χώρα διαιρείται σε 14 περιοχές (πληθυσμιακά στοιχεία δεν είναι διαθέσιμα): Άιβο (Aiwo),… …   Dictionary of Greek

  • Σεμπού — Νησί των Φιλιππίνων στο κεντρικό τμήμα του αρχιπελάγους. Έχει έκταση 4.400 τ. χλμ., και μαζί με τα γύρω νησιά που υπάγονται διοικητικά σ’ αυτό, 5.100 τ. χλμ. Το νησί αποτελείται από Συρίτες με κρυσταλλικούς σχιστόλιθους και ασβεστόλιθους.… …   Dictionary of Greek

  • Ταϊλάνδη — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Ανατολικά συνορεύει με το Λάος και την Καμπότζη και νότια με τη Μαλαισία. H Tαϊλάνδη (πρώην Σιάμ) εκτείνεται στη μεγάλη επίπεδη ζώνη που σχηματίζεται στην καρδιά της χερσονήσου της Iνδοκίνας, βλέπει προς τον… …   Dictionary of Greek

  • Ταμίλ Ναντού — Ομόσπονδο κράτος της Ινδικής Ένωσης, στο ακραίο νοτιοανατολικό τμήμα του Ντεκάν. Βρέχεται από τον Ινδικό ωκεανό στα Α και στα ΝΑ και συνορεύει με τα ομόσπονδα κράτη Άντρα Πραντές στα Β, Καρνατάκα (πρώην Μυσόρη) στα ΒΔ και Κεράλα στα Δ. Έχει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”